- φιλίως
- Αεπίρρ. βλ. φίλιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Φιλίως — Φίλιος friendly masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλίως — φίλιος friendly adverbial φίλιος friendly masc acc pl (doric) φίλιος friendly adverbial φίλιος friendly masc/fem acc pl (doric) φιλιόω make a friend of imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλιος — α, ο / φίλιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α [φίλος] φιλικός (α. «φίλια στρατιωτικά τμήματα» β. «ὥστε καὶ ταῡτα φίλια τοῑς συμμάχοις ὑπάρχειν», Ξεν. γ. «φιλία τριήρης», Θουκ.) αρχ. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ.) αγαπητός·2. προσφώνηση τού Ερμού, τού… … Dictionary of Greek
ԲԱՐԵԿԱՄԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 449 Chronological Sequence: 12c մ. որ եւ ԲԱՐԵԿԱՄԱՊԷՍ. φιλικῶς, φιλίως aamice Իբրեւ բարեկամ. ընտանեբար. ... *Աստ եւ անդ վնասնէ զմեզ (չարն), եւ մեք բարեկամաբար ողջունեմք զնա. Սարգ. յկ. ՟Դ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)